Ὁ Ἱερός Ναός τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Ἀθηνῶν βρίσκεται στό κέντρο τῶν Ἀθηνῶν στό οἰκοδομικό τετράγωνο πού σχηματίζουν οἱ ὁδοί Ἀκαδημίας, Γεωργίου Γενναδίου, Φειδίου καί Ἐμμ. Μπενάκη.
Ἡ κατασκευή του ἄρχισε τό 1846 καί ἀποπερατώθηκε τό 1852. Τό κωδωνοστάσιο τοῦ Ναοῦ κτίσθηκε περί τό 1900 στή νότια πλευρά τοῦ Ναοῦ καί στό δυτικό ἄκρο σέ ἐπαφή μαζί του καί ἔχει διαστάσεις 4,50x4,50 μ., τό δέ μέγιστο ὕψος φθάνει τά 24 μέτρα ἀπό τό ἐπίπεδο τοῦ πλατύσκαλου.
Τό 1950 μέ σχέδια τοῦ ἀρχιτέκτονα Βασιλείου Κασσάνδρα προσετέθη ἕνα ἀκόμη κλῖτος στή νότια πλευρά τοῦ ἀρχικοῦ Ναοῦ, στό ὁποῖο ὑπάρχει γυναικωνίτης καί ὑπόγειο.
Στή σημερινή του μορφή ἡ κάτοψη τοῦ Ναοῦ ἔχει σχῆμα ὀρθογωνίου παραλληλογράμμου συνολικῶν ἐξωτερικῶν διαστάσεων 16,67x29,02 μ. καί ἀναπτύσσεται σέ 3 ἐπίπεδα, ὑπόγειο, ἰσόγειο καί ὑπερῶο (γυναικωνίτης). Ἀποτελεῖται ἀπό 4 κλίτη καί χωρίζεται σέ πρόναο (νάρθηκα), κυρίως Ναό καί Ἱερό Βῆμα.
Ἐξωτερική Διαμόρφωση
Ὁ Ναός τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ἀρχικά ἦταν μιά τρίκλιτη Βασιλική μέ ἐπιμήκη κάτοψη σχήματος ὀρθογωνίου παραλληλογράμμου μέ νάρθηκα, κυρίως Ναό καί Ἱερό Βῆμα. Οἱ ἐξωτερικές διαστάσεις ἦταν περίπου 12,17x29,02 μ. καί ἀναλογία περίπου 1:2,4 μ.. Τό μέγιστο ὕψος φθάνει τά 12,40 μ. ἀπό τό ἐπίπεδο τοῦ πλατύσκαλου τῆς εἰσόδου, τό ὁποῖο βρίσκεται 1,90 μ. ψηλότερα ἀπό τή στάθμη τῆς πλατείας μπροστά ἀπό τό Ναό.
Στήν ἀνατολική πλευρά ἐπί τῆς ὁδοῦ Γενναδίου βρίσκονται τά 3 φατνώματα ἰσαρίθμων κογχῶν τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ Ναοῦ, ὅπου βρίσκονται οἱ Ἅγιες Τράπεζες, ἡ βόρεια ἀφιερωμένη στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, στό μέσον ἡ κεντρική ἀφιερωμένη στή Ζωοδόχο Πηγή καί ἡ νότια ἀφιερωμένη στόν Ἅγιο Χαράλαμπο. Στό κεντρικό φάτνωμα δημιουργεῖται τρίπλευρη ἐπιφάνεια μέ κεραμοσκεπή καί διακοσμητικά ἀκροκέραμα καί γεῖσα. Στίς 3 πλευρές ὑπάρχουν τρίλοβα παράθυρα καί φεγγίτες. Στά πλευρικά φατνώματα ὑπάρχει μονόλοβο παράθυρο. Στήν νοτιο-ἀνατολική πλευρά ὑπάρχει καί τέταρτο φάτνωμα πού δημιουργήθηκε ἀπό τήν προσθήκη τοῦ τετάρτου κλίτους καί στό ὁποῖο ὑπάρχει παράθυρο.
Στή δυτική πλευρά ὑπάρχει, πρίν τήν κεντρική εἴσοδο, μαρμάρινη σκάλα πού καταλήγει σέ μεγάλο πλατύσκαλο διαστάσεων 10,15x3,25 μ. Στή εἴσοδο ὑπάρχει ὀγκῶδες θύρωμα ρωμανικῆς προέλευσης που καταλήγει σέ ἀετωματική κορύφωση καί στηρίζεται σέ 2 πεσσούς μέ ἐπίκρανο. Πάνω ἀπό τήν εἴσοδο σέ ἡμικυκλικό τύμπανο ὑπάρχει ψηφιδωτό πού παριστᾶ τή Θεοτόκο, ὄρθια, μέ ἀνοικτά τά χέρια καί τό μικρό Χριστό μπροστά Της καί στό κάτω μέρος ὑπάρχει λάρνακα μέ τό νερό τῆς πηγῆς Της.
Ψηλότερα ὑπάρχει τριπλό παράθυρο μέ ἰσοϋψεῖς τίς ἀψῖδες πού περιβάλλεται ἀπό 2 μονά παράθυρα, δεξιά καί ἀριστερά στά ἄκρα τῶν κλιτῶν. Παλαιότερα ὑπῆρχαν 2 παράθυρα δεξιά καί ἀριστερά τῆς εἰσόδου, τά ὁποῖα σήμερα ἔχουν κλειστεῖ.
Στό βόρειο κλῖτος ἐπί τῆς ὁδοῦ Ἀκαδημίας ὑπάρχει ἄλλη μιά εἴσοδος μέ θύρωμα μικροτέρων διαστάσεων ἀλλά ἀναλόγου ὕφους μέ αὐτό τῆς κεντρικῆς εἰσόδου. Στό ἐπάνω μέρος ὑπάρχουν 7 παράθυρα καί στήν βορειο-δυτική γωνία ὑπάρχει φεγγίτης.
Στό νότιο κλῖτος ὑπάρχει ἄλλη μιά εἴσοδος ὅμοια μέ αὐτή τοῦ βορείου κλίτους, στό ἐπάνω μέρος τῆς ὁποίας ὑπάρχει ψηφιδωτό μέ διακόσμηση κλίματος ἀμπέλου μέ 2 περιστέρια. Στή νοτιο-ἀνατολική γωνία ὑπάρχει εἴσοδος μέ κλιμακοστάσιο τό ὁποῖο ὁδηγεῖ στό ὑπόγειο καί στό γυναικωνίτη. Στό κλῖτος ὑπάρχουν δυό σειρές παραθύρων, 6 βρίσκονται στό ἐπάνω μέρος (γυναικωνίτη) καί 4 στό κάτω μέρος στό ὕψος τοῦ ἰσογείου.
Ἐσωτερική Διαμόρφωση
Ὁ Ναός ἀποτελεῖται ἀπό τόν πρόναο (ἐσωνάρθηκα), τόν κυρίως Ναό καί τό Ἱερό Βῆμα. Ὁ νάρθηκας χωρίζεται ἀπό τόν κυρίως Ναό μέ 2 πεσσούς διαστάσεων 0,65x1,40 μ., οἱ ὁποῖοι ὁρίζουν καί τούς ἄξονες τῶν τριῶν κλιτῶν τοῦ παλαιοῦ Ναοῦ. Στό νότιο κλῖτος τοῦ προνάου καί στή δυτική πλευρά ὑπάρχει θολωτή κόγχη βάθους ἑνός μέτρου καί στή νότια πλευρά του ὑπάρχει θύρα πού ὁδηγεῖ στό κλιμακοστάσιο τοῦ κωδωνοστασίου καί τοῦ γυναικωνίτου.
Στόν κυρίως Ναό διακρίνουμε 8 μαρμάρινους κίονες διαμέτρου 0,55 μ. καί ὕψους 5,60 μ. μέ τετράγωνες βάσεις καί κιονόκρανα μέ ἀνάγλυφη φυτόμορφη διακόσμηση. Οἱ κίονες αὐτοί ἀναπτύσσονται σέ 2 κιονοστοιχίες στή συνέχεια τῶν νοητῶν ἀξόνων τῶν πεσσῶν πού διαχωρίζουν τό νάρθηκα ἀπό τόν κυρίως Ναό καί διαμορφώνουν τά 3 κλίτη τοῦ ἀρχικοῦ Ναοῦ. Τό τέταρτο κλῖτος προστέθηκε τό 1950, ὅταν καθαιρέθηκε ὁ νότιος ἐξωτερικός τοῖχος
τοῦ ἀρχικοῦ Ναοῦ καί στή θέση του κατασκευάσθηκε σειρά 5 ὑποστηλωμάτων ἀπό ὁπλισμένο σκυρόδεμα, τά ὁποῖα ἐπενδύθηκαν μέ μάρμαρο καί στό ψηλότερο σημεῖο τους τοποθετήθηκαν κιονόκρανα φυτικῆς μορφολογίας, ἀνάλογης μέ αὐτά τοῦ κυρίως Ναοῦ.
Μαρμάρινη ἐντοιχισμένη ἐπιγραφή στή νοτιοδυτική πλευρά τοῦ Ναοῦ ἀναγράφει:
«Η ΠΡΟΕΚΤΑΣΙΣ ΕΓΕΝΕΤΟ ΕΝ ΕΤΕΙ 1950 ΕΠΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΙΕΡΕΩΣ ΑΓΓΕΛΟΥ ΝΗΣΙΩΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΠΟΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΥΛΙΔΟΥ, ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΙΧΟΛΙΑ, ΕΠΙ ΣΧΕΔΙΩΝ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ.
Τό κεντρικό κλῖτος, στόν κυρίως Ναό, εἶναι ψηλότερο ἀπό τά ἄλλα μέ μέγιστο ἐσωτερικό ὕψος 11 μ.. Ἡ ὀροφή εἶναι ἐπιμήκης θόλος μέ ἐνισχυτικές νευρώσεις μεταξύ τῶν κιόνων, κατά τόν ἄξονα βορρᾶ-νότου. Στό ἀνατολικό ἄκρο καταλήγει στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνέχειά του. Οἱ κίονες, κατά τόν ἄξονα ἀνατολῆς-δύσης, συνδέονται μεταξύ τους μέ ἁψῖδες πάνω στίς ὁποῖες ἑδράζονται οἱ ἐπιμήκεις πλευρές τοῦ τυμπάνου τοῦ θόλου.
Τό βόρειο καί τό νότιο κλῖτος τοῦ ἀρχικοῦ Ναοῦ καλύπτονται μέ ὀρθογωνικά σέ κάτοψη σταυροθόλια πάνω σε ἐνισχυτικά ἐγκάρσια τόξα, τά ὁποῖα δημιουργοῦνται μεταξύ τῶν μαρμάρινων κιόνων καί τῶν ἀντιστοίχων πεσσῶν ἐσωτερικά τῶν ἐξωτερικῶν τοίχων. Τό μέγιστο ὕψος τῶν σταυροθολίων φθάνει τά 8,15 μ.
Τό Ἱερό Βῆμα ἀποτελεῖται ἀπό 3 χώρους πού μεταξύ τους χωρίζονται μέ μεγάλους πεσσούς στόν ἄξονα ἀνατολῆς – δύσης καί ἐπικοινωνοῦν μέ ἁψιδωτά ἀνοίγματα. Στή νότια πλευρά πιθανότατα νά ὑπῆρχε ἡ δίφυλλη πόρτα στό σημεῖο πού ὑπάρχει σήμερα ἡ πόρτα πού ὁδηγεῖ στό ὑπόγειο καί στό γυναικωνίτη.
Μαρμάρινη ἐπιγραφή στό βόρειο κλῖτος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ἀναγράφει:
ΤΟ ΤΕΜΠΛΟΝ, Ἀνακαινίσθη ἐν ἔτει 1943 ἐπί Ἐκκλησιαστ. Συμβουλίου:
† ΑΓΓΕΛΟΥ Κ. ΝΗΣΙΩΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ, ΣΩΤΗΡΙΟΥ Γ. ΣΜΥΡΝΑΙΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝ. Ε. ΒΑΣΙΛΑΚΗ, ΧΡΗΣΤΟΥ Σ. ΚΑΠΕΛΛΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ε. ΔΡΑΓΑΖΙΚΗ».
Ὁ γυναικωνίτης, κατασκευασμένος τό 1950, μαζί μέ τό τέταρτο κλῖτος στή νότια πλευρά τοῦ Ναοῦ ἀναπτύσσεται πάνω ἀπό τό νότιο κλῖτος καί τόν ἐσωνάρθηκα ἔχοντας σχῆμα νοητοῦ Γ. Ἡ προσπέλαση σέ αὐτόν γίνεται κυρίως ἀπό τό κλιμακοστάσιο τοῦ κωδωνοστασίου καί δευτερευόντως ἀπό τό κλιμακοστάσιο τῆς νοτιο-ἀνατολικῆς εἰσόδου. Γιά τήν κατασκευή του ἐπάνω ἀπό τό νάρθηκα τοῦ ἀρχικοῦ Ναοῦ κατασκευάσθηκαν ὑποστηλώματα ὁπλισμένου σκυροδέματος. Τό δάπεδό του εἶναι διαμορφωμένο μέ πλατύσκαλα σέ ἀμφιθεατρική διάταξη. Ἡ ὀροφή τοῦ τμήματος τοῦ γυναικωνίτου στό τέταρτο νέο νότιο κλῖτος ἔχει μορφή τεταρτοθόλιου μέ τριγωνικά σταυροθόλια.
Στό σεισμό τοῦ 1981 ὁ Ναός ὑπέστη ἐκτεταμένες ζημιές τόσο στό κτίσμα, ὅσο καί στό ζωγραφικό του διάκοσμο, οἱ ὁποῖες ἐπιδεινώθηκαν σημαντικά στό σεισμό τοῦ 1999, μέ ἀποτέλεσμα νά κριθεῖ ἀπαραίτητο νά πραγματοποιηθοῦν ἐργασίες ἀποκατάστασής του.
Τό 2001 ὁ ζωγράφος Τ. Μαργαριτώφ ἀνέλαβε νά πραγματοποιήσει σωστικά μέτρα γιά τήν προστασία τῶν τοιχογραφιῶν κατά τή διάρκεια τῶν ἀναστηλωτικῶν ἐπεμβάσεων.
Γιά τήν ἐπισκευή τοῦ Ναοῦ, τή μελέτη ἐκπόνησαν ὁ Παῦλος Καλλιγᾶς, ἀρχιτέκτων μηχανικός καί ὁ Παναγιώτης Ἀστέρης, πολιτικός μηχανικός. Σύμφωνα μέ τή μελέτη αὐτή, ὁ Ναός ὑπέστη πολλαπλές ρηγματώσεις, ἰδιαίτερα στήν περιοχή σύνδεσης τοῦ βορείου κλίτους μέ τό δυτικό. Ὁ Νικόλαος καί ἡ Τέρρη Ζήκου ἀνέλαβαν τίς ἐπιχρυσώσεις στό Ἱερό Βῆμα, στό Τέμπλο, στόν Ἄμβωνα, σέ μαρμάρινες κορνίζες καί ξυλόγλυπτα.
Οἱ βλάβες ἔχουν πλέον ἀποκατασταθεῖ μετά ἀπό ἐργασίες ἀναστήλωσης πού πραγματοποιήθηκαν στό Ναό τήν περίοδο 2002-2003.